Δύσκολοι καιροί για ποιητές...


της Ευλαμπίας Τσιρέλη

Δύσκολοι καιροί γενικώς, αλλά για ποιητές ακόμα χειρότεροι…Κανείς δεν διαβάζει πια ποίηση, κανείς δεν εκτιμά το αυθεντικό και αληθινό. Μερικοί απ’ αυτούς που γράφουν ποίηση, την απαρνούνται, τα παρατούν απογοητευμένοι και αναζητούν μια δουλειά γραφείου, κάνουν οικογένεια, μεγαλώνουν τα παιδιά τους και δεν έχουν πια χρόνο για ελεύθερη σκέψη και περισυλλογή…Κακά τα ψέματα. Δεν μπορείς να είσαι δημόσιος υπάλληλος και ποιητής μαζί. Η σημερινή ποιότητα ζωής δεν αφήνει περιθώρια για ποίηση. Και κανείς δεν την αναγνωρίζει στο μεγαλείο της. Κι αν κάποιο ταλέντο αναγνωριστεί, αυτό θα γίνει με χαρά… μετά το θάνατό του κι αμέσως οι κριτικοί θα χιμήξουν σαν πεινασμένοι λύκοι να ξεσκίσουν τα ποιήματα με τις αναλύσεις τους. Ποιος μπορεί να μπει στην ψυχή του ποιητή…Να κατανοήσει τη σκέψη του, την υπερβατικότητά του του, να δει την εκτυφλωτική εκείνη λάμψη της έμπνευσης, την έκσταση που τον τύλιγε τη στιγμή που έγραφε «Θηρεύοντας πράγματα αιώνια, θ’ αφήσω να φύγουν τα χρόνια. Θα φύγουν και θα ‘ναι η καρδιά μου, σα ρόδο που επάτησα χάμου…»( Κ. Καρυωτάκης, «Σάτιρες»). Ποιος θα κατανοήσει την άπνοια του κορμιού, τα δάκρυα που κυλούν σαν ποταμοί ασταμάτητα, την ηδονή της ολοκλήρωσης ενός ποιήματος, την τρέλα της απαισιοδοξίας και αμέσως το φως που λούζει τον ποιητή, το πανηγύρι των συναισθημάτων, το τρέμουλο της πένας…Το πρέπον είναι η σιγή. Να διαβάζεις, να νιώθεις την ελευθερία, να ανατριχιάζεις, να δακρύζεις… να μη μιλάς.

Τα κουνέλια φάγαν τον κήπο· έχουν αρχίσει να τρώνε τις πόρτες του σπιτιού και τα έπιπλα· - ωραία κουνέλια λευκά, με μακρύ τρίχωμα, με κόκκινα μάτια- αν έμεναν τουλάχιστον αυτά, διατηρώντας μες στην κοιλιά τους τις καρέκλες, έστω σμικρυμένες, έστω και σ’ άλλη διάταξη εντελώς άγνωστή μας. (Γιάννης Ρίτσος, «Τα κουνέλια»)
Οι άνθρωποι δεν διαβάζουν πια. Γίνονται οι ίδιοι βιβλία, ιστορίες για να τους
διαβάζουν οι υπόλοιποι. Όλοι ίδιοι. Προβλέψιμη πορεία, προβλέψιμο τέλος. Το ανθρώπινο γένος ένα μπλοκ αποδείξεων και το καρμπόν ανάμεσά τους τα ΜΜΕ και
κυρίως η τηλεόραση. Οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι ποιήματα των καιρών και δεν ποιούν τίποτα. Ο καθένας μπορεί, και πρέπει να γίνει ποιητής όχι μόνο με τη συνηθισμένη έννοια, αλλά και ποιητής του οτιδήποτε. Και πρώτα απ’ όλα, ποιητής του εαυτού του.
Την σημερινή σκηνή της τέχνης και της διανόησης έχουν καταλάβει ψευτοδιανοούμενοι της ελίτ, γελοίες ομάδες ποιητών όπου κάθε αργόσχολος και πονεμένος σπεύδει να γίνει μέλος τους, διαγωνίζονται για το ποιος θα γράψει την πιο εντυπωσιακή και σύνθετη λέξη, το πιο αλαμπουρνέζικο ψυχογράφημα της βλακείας, που θα ταιριάζει με τα κασκόλ και τα φουλάρια τους, τις γόβες και το κλοουνίστικο μακιγιάζ της κακομοίρας γιαγιάς. Ομιλίες, ποιητικές βραδιές με παριστάμενους δημάρχους, μεγαλοεκδότες, παπάδες, πολιτικούς. Πλασάρεται σαν συγγραφέας και ποιήτρια το θύμα, η νοικοκυρά που κατάλαβε πλέον ότι δεν έχει κάνει τίποτα για τον εαυτό της όλα αυτά τα χρόνια. Η κερατωμένη σύζυγος εκδικείται γράφοντας «Πώς Θα Σκοτώσετε Τον Άντρα Σας και Την Ερωμένη Του». Η τέως εύσωμη νεαρή γράφει για την δίαιτα του παραλόγου και ο συνταξιούχος «Καζανόβα» γράφει την πιπεράτη αυτοβιογραφία του. Περιττά αναγνώσματα για να περνάει η ώρα. Η ώρα μας, ο χρόνος μας, ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει στη ζωή. Δε λέω, επιτελούν κι αυτοί ένα έργο. Υπάρχουν κάποιοι που αρέσκονται σ’ αυτού του είδους τη λογοτεχνία. Δε φταίνε αυτοί που τα γράφουν. Φταίνε αυτοί που τα διαβάζουν και που τα διαφημίζουν ενθουσιασμένοι. Μα τι έχουν πάθει όλοι;! Λες και πατήθηκε στον κόσμο ένα κουμπί που εξαφανίζει απ’ τους ανθρώπους κάθε ίχνος νοημοσύνης!
Κι αυτά «πουλάνε». Αυτά πουλάνε, και ξεπουλάνε τον χρυσό. Γιατί υπάρχουν χρυσοί συγγραφείς. Χρυσοί ποιητές. Αλλά πώς να ξεμυτίσουν μέσα σε όλο αυτό το τσίρκο; Θα τους φάνε τα λιοντάρια! Αυτοί είναι μόνο μερικά μικροσκοπικά ποντικάκια, που κρύβονται στις σκοτεινές φωλιές τους κι εκεί νιώθουν ασφαλείς. Ξεμυτίζουν τα βράδια οι ποιητές, όταν οι υπόλοιποι παρακολουθούν τα «realities» στην τηλεόραση. Άλλοτε είναι φοβισμένοι και διστακτικοί κι άλλοτε χείμαρροι . Και τους χείμαρρους κανείς δεν τους πλησιάζει. Ο χείμαρρος είναι μόνος. Μπορεί κάποιοι να τον επισκέπτονται, μα φεύγουν γρήγορα και δεν ξαναγυρνούν. Πηγαίνουν στα σιγανά ποταμάκια και μαγεύονται απ’ την αθώα ομορφιά τους. Τα παιδιά πλατσουρίζουν στα νερά τους και οι νέοι κάνουν έρωτα στις όχθες τους. Μα είναι γεμάτα νερόφιδα και βδέλλες γιατί τα νερά τους κυλούν απαλά. Ο χείμαρρος όμως είναι καθαρός γιατί με την οργή του δεν αφήνει περιθώρια ζωής στις αιματορουφήχτρες. Μένει όμως πάντα μόνος, γιατί οι άνθρωποι είναι μαθημένοι στα εύκολα, στα ήρεμα, στα διασκεδαστικά.

Ποίηση και ποιητικισμός.
Ματαιοδοξία; Μπορεί. Ισοπέδωση; Κι αυτό μπορεί. Όλα τα κακά μπορούν σήμερα. Αυτό που δε μπορεί πια είναι η τέχνη. Ας μιλήσουμε τώρα για τον βιασμό της ποίησης. Έπεσε ένα βιβλίο στα χέρια μου. Συγγραφέας του είναι ο Πάνος Κ. Θασίτης και λέγεται «7 Δοκίμια για την  ποίηση». Μέσα σ’ αυτό το μικρό βιβλιαράκι, βρήκα ακριβώς (ακριβώς όμως) αυτό που ήθελα να πω και που δεν έβρισκα τα λόγια. Βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο «Ποίηση και ποιητικισμός». Αξίζει να σας μεταφέρω μερικές αράδες.
«Με το όρο ποίηση, ορίζουμε την ποίηση. Με τον όρο ποιητικισμός, ορίζουμε τη μίμηση των μέσων της(…) Η ποίηση βέβαια δεν ορίζεται και στην ουσία δεν την ορίσαμε. Γίνεται αντιληπτή κάθε φορά που υπάρχει. Ο ποιητικισμός προσδιορίζεται επίσης πολύ γενικά από την απουσία της ποίησης, αν και χρησιμοποιεί τα μέσα της ποίησης, τη γλώσσα και το στίχο. Ωστόσο πού οφείλεται η αποιητική κατάστασή του, η απουσία της ποίησης σ’ αυτόν, αφού εκδηλώνεται κι αυτός με τα μέσα της τελευταίας; Είναι φανερό πως οφείλεται στο ότι τα μέσα του, τα όργανά του, είναι εξωτερικά, τυπικά και στατικά ποιητικά μέσα και, στην καλύτερη περίπτωση, είναι νοθευμένα (…) Η εποχή μας βρίσκεται κάτω απ’ τη βασιλεία της νόησης. Οι καιροί μας εξόρισαν την καρδιά και εγκαθίδρυσαν τη σκέψη. Επέβαλαν δηλαδή ένα κλίμα που έγινε και ύφος, αρνητικό για την καλλιτεχνική δημιουργία που το έδαφός της είναι η συγκίνηση. Κατάργησαν ως ένα σοβαρό βαθμό τη δυνατότητα της ποιητικής αυταπάτης. Η ποίηση ήταν πάντα συνάρτηση των περιθωρίων αυτής της αυταπάτης. Η ποίηση ήταν πάντα- και μόνον έτσι μπορεί να εξακολουθεί να υπάρχει- ένα είδος μαγείας: βασιζόταν πάνω στην πίστη πως ο κόσμος μπορεί να μεταβληθεί επιθυμητά με μια «αυθαίρετη πράξη θέλησης». Σ’ αντίρροπο των πραγματικών σχέσεων δημιουργούσε τις δικές της πλασματικές σχέσεις «αυθαιρεσίας και παραλογισμού», σε αναφορά με τις πραγματικές. Όμως με τον τρόπο αυτό καταργούσε την αντίφαση, ανάμεσα στο πραγματικό που υπόκειται στις λογικές δεσμεύσεις και στο φανταστικό, στο πρακτικά δυνατό και στο αδύνατο(…) Ώστε δεν υπάρχει λοιπόν σωτηρία; Αν υπάρχει, ο δρόμος γι’ αυτήν είναι ένας: οι ποιητές είναι υποχρεωμένοι βαθμιαία, να διαμορφώσουν μέσα τους ένα καινούργιο ποιητικό τρόπο που θα ‘ναι ικανός να εκφράσει με τ’ αυθεντικά μέσα της ποίησης τον τετράγωνο κόσμο που έρχεται, και που η μαγεία του πρέπει να βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτό το σχήμα του. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, η ποίηση πεθαίνει, πεθαίνει ολόκληρη η τέχνη, όσο η ανθρώπινη καρδιά που τις γέννησε και τις ζει, θ’ ανεβαίνει και θ’ ατροφεί στα κεφάλια μας.»
Κρατήστε τη φράση «η ποίηση δεν ορίζεται, αλλά γίνεται αντιληπτή κάθε φορά που υπάρχει». Έτσι είναι. Κάθε φορά που υπάρχει ποίηση σε κάτι που διαβάζεις, το καταλαβαίνεις. Μπορεί σε ένα ποίημα, ποίηση να είναι μόνο η τελευταία του στροφή. Ή ακόμα μπορεί να υπάρχει ποίηση σε ένα κείμενο επιστημονικού περιεχομένου ή και σε μια παιδική έκθεση. Την καταλαβαίνεις την ποίηση. Την καταλαβαίνεις απ’ τη μουσικότητα, τη φρεσκάδα, τις δυνατές τις λέξεις που μέσα τους περικλείουν όλο τον κόσμο κι ας μην είναι σύνθετες και εντυπωσιακές. Αρκεί όλα να είναι ταιριαστά και όλοι οι στίχοι να χορεύουν σε έναν- μπορεί και παράφωνο- ρυθμό.  

Οι σημερινοί ποιητές δεν είναι γραφικοί δανδήδες. Ούτε σκιές μιας άλλης εποχής. Είναι διαχρονικοί. Είναι υπέρμαχοι της αλήθειας, της ελευθερίας, του έρωτα, της ελεύθερης έκφρασης, της αυθεντικότητας. Μερικοί απ’ αυτούς εισχωρούν στο μπούγιο της ηλιθιότητας, ελπίζοντας να δουν κάποιο φως, κάποια αναγνώριση, κάποιον άλλον ποιητή, αλλά παρασύρονται από το ρεύμα της εποχής. Τους προσφέρουν βραβεία, διακρίσεις και όλα έχουν σκοπό τα χρήματα. Χρήματα όχι για να δοθούν στον ποιητή, αλλά που θα δώσει ο ποιητής για να τους ευχαριστήσει που τον βράβευσαν. Money, money, money! Αυτό προστάζει η εποχή μας. Παλεύουν με τα κύματα της ψευτιάς και αηδιασμένοι από την υποκρισία, αποσύρονται και πάλι. Ο ποιητής είναι πάντα μόνος. Όσο κόσμο και να’ χει γύρω του, όση αγάπη κι αν παίρνει, νιώθει πάντα μόνος. Όχι, δεν είναι αχάριστος. Νιώθει μόνος γιατί δίνεται περισσότερο απ’ τον καθένα. Τα συναισθήματα του ποιητή είναι πολλαπλασιασμένα. Αποκαλύπτει ακόμα και τα πιο κρυφά του μυστικά, τις πιο άρρωστες σκέψεις του, τις αμαρτίες του, τις ιδιοτροπίες του, τους πιο κρυφούς του πόθους, την αγάπη του, το μίσος του, το πάθος του, σε ένα ποίημα. Γράφοντας, αδειάζει τα εσώψυχά του. Δεν κρατά τίποτα για τον εαυτό του. Και πεθαίνει τόσο μόνος όσο κανείς άλλος.
Μπορεί οι ποιητές να είναι δυστυχισμένοι. Δεν τους νοιάζει όμως, γιατί τρέφονται απ’ αυτή τη δυστυχία. Δημιουργούν απ’ αυτή. Και η απόλυτη ευτυχία έρχεται με τη γέννηση του κάθε παιδιού τους. Του κάθε ποιήματος. Και θέλουν να τη μοιραστούν. Πάντοτε και απεγνωσμένα, θέλουν να τη μοιραστούν…

(To κείμενο δημοσιεύτηκε το 2006 στο περιοδικό Ζενίθ και το 2012 στο πριοδικό Ελευθέρας Βοσκής της Κύπρου. Απόσπασμα του κειμένου αποτελεί τον πρόλογο και το οπισθόφυλλο της ποιητικής ανθολογίας του φανταστικού Όνειρα των Μύθων, 2013)

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στη συγγραφέα Ευλαμπία Τσιρέλη,  μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τσιγγάνοι, οι αιώνιοι ταξιδευτές.

Οδοιπορικό στην Άνω Σκοτίνα. Οι τοιχογραφίες της Κόλασης.

Τα Στοιχειά της Σαμοθράκης